πλαταγώ — πλαταγῶ, έω ΝΑ 1. (κυρίως σχετικά με τα χείλη και τις παλάμες) παράγω ήχο με τη σύγκρουση πλατιών σωμάτων 2. (το ενεργ. και το μέσ.) (για πλατιά σώματα) συγκρούομαι και προκαλώ θόρυβο και ιδίως τον ήχο πλατ («τα κύματα πλαταγούν στο καΐκι») 3.… … Dictionary of Greek
πλατάσσω — Α παράγω κρότο χτυπώντας μεταξύ τους δύο επίπεδα και πλατιά σώματα, πλαταγώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού πλαταγῶ (πρβλ. πατάσσω: παταγῶ)] … Dictionary of Greek
πλαταγίζω — Ν πλαταγώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλαταγώ, κατά τα ρ. σε ίζω] … Dictionary of Greek
πλαταγωνίζω — Α πλαταγώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. συνδέεται με το ρ. πλαταγώ και έχει σχηματιστεί πιθ. κατ επίδραση τού τ. πλαταγών] … Dictionary of Greek
επιπλαταγώ — ἐπιπλαταγῶ, έω (Α) [πλαταγώ] χειροκροτώ επιδοκιμαστικά … Dictionary of Greek
περιπλαταγώ — έω, Α προξενώ πλατάγισμα, βροντώ ολόγυρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + πλαταγῶ «κάνω θόρυβο»] … Dictionary of Greek
πλάταξ — ακος, ὁ, Α (στους Αλεξανδρείς) το ψάρι κορακίνος*. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται μάλλον με το επίθ. πλατύς και το ψάρι έχει ονομαστεί έτσι λόγω τού σχήματός του. Η άποψη ότι η λ. πλάταξ έχει σχηματιστεί από το ρ. πλαταγῶ λόγω τών ήχων που βγάζει το… … Dictionary of Greek
πλατάγημα — το, ΝΑ [πλαταγώ] η σύγκρουση πλατιών σωμάτων και ο κρότος που παράγεται από αυτήν, πλαταγή … Dictionary of Greek
πλαταγή — η, ΝΑ ήχος, κρότος που παράγεται από τη σύγκρουση δύο πλατιών σωμάτων, πάταγος αρχ. είδος αθύρματος το οποίο παράγει χαρακτηριστικό κρότο όταν τό χτυπάει κανείς. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. παρ. τού ρ. πλαταγῶ] … Dictionary of Greek
συμπλαταγώ — έω, ΜΑ [πλαταγῶ] 1. κροτώ με αμοιβαίο χτύπημα, κάνω κρότο με σύγκρουση («χερσί τε συμπλατάγησεν», Ομ. Ιλ.) 2. ηχώ δυνατά μαζί με άλλον («ἱππείῳ χρεμετισμῷ κελάδημα συμπλαταγεῑ λεόντων», Νόνν.) … Dictionary of Greek