πλαταγῶ

πλαταγῶ
πλατάσσω
slap
aor subj pass 1st sg (attic epic doric)
πλαταγέω
clap the hands
pres subj act 1st sg (attic epic doric)
πλαταγέω
clap the hands
pres ind act 1st sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • πλαταγώ — πλαταγῶ, έω ΝΑ 1. (κυρίως σχετικά με τα χείλη και τις παλάμες) παράγω ήχο με τη σύγκρουση πλατιών σωμάτων 2. (το ενεργ. και το μέσ.) (για πλατιά σώματα) συγκρούομαι και προκαλώ θόρυβο και ιδίως τον ήχο πλατ («τα κύματα πλαταγούν στο καΐκι») 3.… …   Dictionary of Greek

  • πλατάσσω — Α παράγω κρότο χτυπώντας μεταξύ τους δύο επίπεδα και πλατιά σώματα, πλαταγώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού πλαταγῶ (πρβλ. πατάσσω: παταγῶ)] …   Dictionary of Greek

  • πλαταγίζω — Ν πλαταγώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλαταγώ, κατά τα ρ. σε ίζω] …   Dictionary of Greek

  • πλαταγωνίζω — Α πλαταγώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. συνδέεται με το ρ. πλαταγώ και έχει σχηματιστεί πιθ. κατ επίδραση τού τ. πλαταγών] …   Dictionary of Greek

  • επιπλαταγώ — ἐπιπλαταγῶ, έω (Α) [πλαταγώ] χειροκροτώ επιδοκιμαστικά …   Dictionary of Greek

  • περιπλαταγώ — έω, Α προξενώ πλατάγισμα, βροντώ ολόγυρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + πλαταγῶ «κάνω θόρυβο»] …   Dictionary of Greek

  • πλάταξ — ακος, ὁ, Α (στους Αλεξανδρείς) το ψάρι κορακίνος*. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται μάλλον με το επίθ. πλατύς και το ψάρι έχει ονομαστεί έτσι λόγω τού σχήματός του. Η άποψη ότι η λ. πλάταξ έχει σχηματιστεί από το ρ. πλαταγῶ λόγω τών ήχων που βγάζει το… …   Dictionary of Greek

  • πλατάγημα — το, ΝΑ [πλαταγώ] η σύγκρουση πλατιών σωμάτων και ο κρότος που παράγεται από αυτήν, πλαταγή …   Dictionary of Greek

  • πλαταγή — η, ΝΑ ήχος, κρότος που παράγεται από τη σύγκρουση δύο πλατιών σωμάτων, πάταγος αρχ. είδος αθύρματος το οποίο παράγει χαρακτηριστικό κρότο όταν τό χτυπάει κανείς. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. παρ. τού ρ. πλαταγῶ] …   Dictionary of Greek

  • συμπλαταγώ — έω, ΜΑ [πλαταγῶ] 1. κροτώ με αμοιβαίο χτύπημα, κάνω κρότο με σύγκρουση («χερσί τε συμπλατάγησεν», Ομ. Ιλ.) 2. ηχώ δυνατά μαζί με άλλον («ἱππείῳ χρεμετισμῷ κελάδημα συμπλαταγεῑ λεόντων», Νόνν.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”